- ἀπτερύγων
- ἀπτέρυγοςwithout wingsmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορθητής — ο, ΝΜΑ [πορθώ] αυτός που κυριεύει και λεηλατεί πόλη ή χώρα, εκπορθητής («τῷ τᾱς Τροίας πορθητᾷ», Ευρ.) νεοελλ. 1. ως κύριο όν. ο Πορθητής προσωνυμία που δόθηκε στον Μωάμεθ Β ο οποίος το 1453 πολιόρκησε και κυρίευσε την Κωνσταντινούπολη 2. ζωολ.… … Dictionary of Greek